- γρουσούζικος
- και γουρσούζικος, -η, -οαυτός που φέρνει γρουσουζιά στους άλλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γρουσούζικος, -ια, -ο — βλ. γουρσούζικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλάστημος — η, ο (AM βλάσφημος, ον) 1. εκείνος που βλαστημά, που βρίζει τα θεία 2. (για λόγια) απρεπής, υβριστικός αρχ. δυσοίωνος, γρουσούζικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βλαστημώ] … Dictionary of Greek
γουρσούζικος — βλ. γρουσούζικος … Dictionary of Greek
γουρσούζικος, -ια — και η, ο και γρουσούζικος, ια και η, ο αυτός που φέρνει κακοτυχία, γουρσουζιά (αντίθ. γουρλίδικος):Η μαύρη γάτα θεωρείται γουρσούζικια από τους προληπτικούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)